- γιαβουκλούς
- ο , γιαβουκλού η1) жених, невеста; 2) любовни|к, -па, возлюбленн|ый, -ая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαβουκλούς — ο (θηλ. γιαβουκλού, η) 1. εραστής 2. μνηστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavuklu «αρραβωνιαστικός, ιά»] … Dictionary of Greek